- ομφαλομαντεία
- ηείδος μαντείας κατά την οποία εξετάζεται με προσοχή ο ομφάλιος λώρος νεογέννητου βρέφους για να προμαντευθεί ο αριθμός τών παιδιών που θα γεννήσει συνολικά η μητέρα του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομφαλοσκοπία — η [ομφαλοσκόπος] 1. ομφαλομαντεία 2. τρόπος με τον οποίο κατορθώνει κάποιος να έλθει σε έκσταση κοιτάζοντας εντατικά και για πολλή ώρα τον ομφαλό του 3. μτφ. μοιρολατρική αδράνεια … Dictionary of Greek
ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… … Dictionary of Greek